συνοχη

συνοχη
    συνοχή
    συν-οχή
    ἥ
    1) pl. сужение, узкое место
    

ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ Hom. — в узкой части дороги, по по друг. на скрещении дорог

    2) непрерывность, сплошная связь Arst.
    3) задержка, остановка
    

(τῆς κινήσεως Arst.)

    4) удерживание, сохранение
    

(ἑαυτοῦ Plut.)

    5) стеснение, томление
    

(καρδίας NT.)

    6) смятение, испуг
    

(ἐθνῶν ἐπὴ γῆς NT.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συνοχη" в других словарях:

  • συνοχή — holding together fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοχή — Ελκτική δύναμη που παρεμποδίζει το διαχωρισμό μιας ουσίας ή ενός μείγματος σε περισσότερα μέρη. Η δύναμη αυτή, ανύπαρκτη στα αέρια, ασήμαντη, εκτός από μερικές εξαιρέσεις, στα περισσότερα υγρά, συναντιέται ως φυσική ιδιότητα μόνο στα στερεά και… …   Dictionary of Greek

  • συνοχή — η 1. σύνδεση, λογική σχέση: Δεν υπάρχει καμιά συνοχή στα νοήματά του. 2. το να συγκρατιούνται ορισμένα πράγματα κοντά το ένα στο άλλο: Εξασφαλίστηκε η συνοχή των μελών του κόμματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνοχῇ — συνοχέομαι pres subj mp 2nd sg συνοχέομαι pres ind mp 2nd sg συνοχέομαι pres subj act 3rd sg συνοχέω travel together in a chariot pres subj mp 2nd sg συνοχέω travel together in a chariot pres ind mp 2nd sg συνοχέω travel together in a chariot… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνοχαῖς — συνοχή holding together fem dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνοχή — συνοχή holding together fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνοχήν — συνοχή holding together fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοχαῖς — συνοχή holding together fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοχαί — συνοχή holding together fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοχήν — συνοχή holding together fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»